Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Πώς μια «ανθυγιεινή» οικονομία ευνοεί την παχυσαρκία


Ασθένεια σε επιδημική έξαρση σε Δύση και Ανατολή
Πώς μια «ανθυγιεινή» οικονομία ευνοεί την παχυσαρκία




 
«Η παχυσαρκία είναι ζήτημα ελεύθερης επιλογής - ουδείς εξαναγκάζει κάποιον να παχύνει - αλλά λίγοι είναι ευτυχείς με την επιλογή τους αυτή», γράφει ο αρθρογράφος του Reuters Εντουαρντ Χάντας με αφορμές το διατροφικό σκάνδαλο με την ανάμιξη κρέατος αλόγου και βοδινού, αλλά και τη δικαστική ακύρωση απόφασης του Δημάρχου Νέας Υόρκης Μάικλ Μπλούμπεργκ να απαγορευθεί η πώληση αναψυκτικών και άλλων ποτών με ζάχαρη σε συσκευασίες μεγαλύτερες των 47 εκατοστόλιτρων.

Στις ΗΠΑ, πρώτη παγκοσμίως και στην παχυσαρκία, η τάση για αύξηση του σωματικού βάρους ξεκίνησε πριν από περισσότερο από έναν αιώνα, γράφει ο αμερικανός μαθηματικός, φιλόλογος και οικονομολόγος -, προτού ασχοληθεί με την αρθρογραφία σε βρετανικά μέσα ενημέρωσης («Financial Times» και Reuters), εργάστηκε επί 25 χρόνια σε διάφορες εταιρείες επενδύσεων συμπεριλαμβανομένης της Morgan Stanley.

Τις τελευταίες δεκαετίες η διαφορά μεταξύ του 30% των βαρύτερων Αμερικανών με το υπόλοιπο 70% έχει διευρυνθεί σημαντικά, παρατηρεί. Ως τα τέλη του 19ου αιώνα οι ελλείψεις τροφίμων απειλούσαν κάθε γωνιά της Γης. Αλλά και σήμερα ένα δισεκατομμύριο κάτοικοι του πλανήτη υποσιτίζονται. Ετσι, το πρόβλημα της παχυσαρκίας απασχολεί ουσιαστικά εκείνους που κατάφεραν μια από τις μεγαλύτερες οικονομικές επιτυχίες του σύγχρονου κόσμου, που είναι η απελευθέρωση από την απειλή της πείνας.

Η αλλαγή που συντελέστηκε στον ανεπτυγμένο κόσμο, όπου το πρόβλημα δεν είναι πλέον η έλλειψη αλλά η υπερπληθώρα τροφής, έχει αναλυθεί από πολλούς επί ηθικής βάσεως. Στην εποχή μας για τους περισσότερους ανθρώπους η ανάγκη για διατροφή δεν συνιστά πρόβλημα και η ανθυγιεινή διατροφή αποτελεί καθημερινή πραγματικότητα.

Η υπερκατανάλωση

Η νέα απειλή για την υγεία πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη από τους πολίτες, από τους παραγωγούς τροφίμων και από τις κυβερνήσεις. Ολοι ανεξαιρέτως απέτυχαν να ανταποκριθούν στη νέα πρόκληση. Το αποτέλεσμα είναι η τροφή συχνά να μη χρησιμοποιείται για τον σκοπό που παράγεται, να παρέχει δηλαδή στους ανθρώπους τα οφέλη και την ευχαρίστηση μιας υγιεινής διατροφής.

«Τι θα έπρεπε να κάνουν οι άνθρωποι; Πρέπει και μπορούν να μετρούν τις θερμίδες, να διαβάζουν τις ετικέτες, να αποφεύγουν τα διατροφικά σκουπίδια (junk food), αλλά πάνω απ' όλα πρέπει να επιστρέψουν στην παλαιά θρησκευτική και διατροφική φιλοσοφία που ανάγει τον αυτοέλεγχο ως αρετή», σημειώνει ο Εντουαρντ Χάντας.

Ο αναλυτής εξηγεί ότι το μέτρο σε ό,τι αφορά τη διατροφή είναι μια ικανότητα που κάθε σύγχρονο άτομο οφείλει να έχει, όπως είναι η ικανότητα του να οδηγεί αυτοκίνητο ή να βρίσκει ό,τι θέλει στο Διαδίκτυο.

Δεν πρόκειται για μια οδυνηρή υποχρέωση, αφού υπάρχουν διαθέσιμα τόσα νόστιμα και υγιεινά τρόφιμα. Πρόκειται για την αρετή του να ζει και να τρέφεται κανείς σαν να υπάρχει ανεπαρκής προσφορά τροφίμων. Σε ό,τι αφορά τα τρόφιμα είναι λάθος, γράφει ο Χάντας, να συγκρίνει ο καταναλωτής τις τιμές για να αγοράσει μεγαλύτερες ποσότητες και να τις (υπερ)καταναλώσει σαν να μην υπάρχει αύριο. Πρόκειται για καταστροφική εκδοχή της κατανάλωσης.

Η υπερκατανάλωση, άλλωστε, που δημιουργεί την ανάγκη να συνδυαστούν οι χαμηλές τιμές με την παραγωγή τεραστίων ποσοτήτων τροφίμων είναι εκείνη που γεννά στους εμπλεκόμενους στην αλυσίδα της προσφοράς τους πειρασμούς των ποιοτικών εκπτώσεων, του υπερκέρδους και εν τέλει της απάτης - είναι χαρακτηριστικό το πρόσφατο σκάνδαλο της ανάμιξης αλογίσιου κρέατος με βοδινό.

Ετσι φθάσαμε στο σημείο να μην πουλάει η διατροφή, αλλά η έξις. Δεν είναι η ποιοτική τροφή που φέρνει τα κέρδη. Γι' αυτό οι παραγωγοί την αγνοούν και την προσπερνούν. Είναι η ποσότητα που «πληρώνει». Αν η ζάχαρη και το αλάτι ανεβάζουν τις πωλήσεις, προσθέτουν περισσότερο. Στην πράξη η κρατούσα προσέγγιση στην παρασκευή των τροφίμων προάγει τη λαιμαργία.

Οχι στο junk food

Η ζήτηση για «τρόφιμα σκουπίδια» (junk food) σε μια οικονομία της αφθονίας πρέπει να σημάνει συναγερμό για την πορεία του συγκεκριμένου πολιτισμού. Οι παραγωγοί τροφής (όχι μόνο οι παραγωγοί τροφίμων) χρειάζεται να εγκαταλείψουν την εμπορική λογική και να θέσουν πιο ενάρετους στόχους.

Πρέπει να συμφωνήσουν ότι ο πελάτης δεν έχει πάντα δίκιο. Οτι είναι συχνά καλύτερο να αγνοήσει κανείς τις προτιμήσεις του καταναλωτή παρά να συμβάλει στις αυτοκαταστροφικές του τάσεις. Πρέπει να βάλουν τη διατροφή πιο ψηλά από την κερδοφορία, όπως ακριβώς οι αεροπορικές εταιρείες βάζουν την ασφάλεια πάνω από τα κέρδη.

Η προσφερόμενη έτοιμη τροφή οφείλει να βελτιωθεί ποιοτικά. Οσοι θέλουν απλώς να γεμίζουν τον οργανισμό τους με θερμίδες, θα πρέπει να αναγκαστούν να ετοιμάζουν μόνοι τους τα διατροφικά τους δηλητήρια.

Η ευθύνη των κυβερνήσεων

Εν τέλει οι κυβερνήσεις έχουν καθυστερήσει υπερβολικά να αναγνωρίσουν την παχυσαρκία ως κοινωνικό πρόβλημα το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουν. Μόνο τα λίγα τελευταία χρόνια οι νομοθέτες και οι κυβερνώντες άρχισαν να ξυπνούν. «Αλλά τα σχέδια και τα προγράμματα που εκπονούν και εφαρμόζουν για να εκπαιδεύσουν τους καταναλωτές και να εμποδίσουν τη βουλιμία των παραγωγών είναι πολύ αδύναμα μπροστά στα βουνά του λίπους», γράφει γλαφυρά ο αμερικανός αναλυτής.

Μια οικονομική ανάλυση της παχυσαρκίας, καταλήγει, μπορεί να εξηγήσει γιατί το σύστημα παράγει τόσο κακό φαγητό και τόσο εύκολα διαθέσιμο. Αλλά μια ηθική ανάλυση είναι πιο διαφωτιστική. Οι άνθρωποι δεν έχουν πολιτισμικές αναστολές, οι επιχειρήσεις έχουν βάλει τα κέρδη πριν από την προαγωγή και διαφύλαξη της δημόσιας υγείας και οι κυβερνήσεις έχουν παραμελήσει την ηθική υποχρέωση να κυβερνούν με κοινωνική υπευθυνότητα.

«Δεν θα υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στον τρόπο που τρεφόμαστε μέχρι να αναδειχθούν τα ηθικά αυτά ζητήματα. Διότι ούτε η επιστήμη ούτε η αγορά μπορούν να υποκαταστήσουν τη δύναμη της θέλησης», καταλήγει ο Εντουαρντ Χάντας.


Κοινωνική μάστιγα, νόσημα και «μπίζνα»

Το 2010 παχυσαρκία καταγράφηκε στο 20% του πληθυσμού της Ευρώπης. Στις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι θα φτάσει το 2030 στο 51% του συνολικού πληθυσμού. Εξάλλου τον γοργό ρυθμό ανάπτυξης των οικονομιών της Κίνας, Ινδίας, Βραζιλίας αναμένεται να ακολουθήσει αλματώδης αύξηση της παχυσαρκίας στις κοινωνίες αυτές που διατήρησαν χαμηλό δείκτη μάζας σώματος εδώ και αιώνες.

Οπως επισημαίνει στο «Βήμα» ο ενδοκρινολόγος δρ. Χάρης Κανδηλώρος, «στην Γαλλία μελέτη του 2002 (La Presse Medicale) έδειξε ότι οι ιατρικές πράξεις του παχύσαρκου άτομου είναι διπλάσιες από εκείνες αντίστοιχων προδιαγραφών ατόμων φυσιολογικού βάρους». Οσο για τις ΗΠΑ, η αντιμετώπιση των συνοδών νοσημάτων της παχυσαρκίας απορροφά το 21% του προϋπολογισμού για την Υγεία, δηλαδή 191 δισ. δολάρια (155 δισ. ευρώ). Από την άλλη πλευρά, ο τζίρος στις ΗΠΑ από τις πωλήσεις φαρμακευτικών προϊόντων σχετικών με την παχυσαρκία (σημειωτέον ότι πρόκειται για προϊόντα αμφίβολης αποτελεσματικότητας, σημειώνει ο δρ. Κανδηλώρος) αγγίζει τα 150 δισ. δολάρια (σχεδόν 120 δισ. ευρώ). Οσο για τις πωλήσεις προϊόντων υγιεινής διατροφής σε παγκόσμιο επίπεδο, φθάνουν τα 680 δισ. δολάρια (550 δισ. ευρώ).

«Είναι προφανές ότι προκύπτει μια σαφής ανισορροπία μεταξύ του κέρδους και του κόστους μιας πάθησης που εξαπλώνεται διεθνώς με γοργό ρυθμό», αναφέρει ο ειδικός. Και εξηγεί: «Το κέρδος το καρπώνεται άμεσα ο ιδιωτικός τομέας και έμμεσα το κράτος. Το κόστος το καταβάλλει ο ίδιος ο ασθενής σε πρώτη φάση και το κράτος σε δεύτερη. Διότι είναι σαφές ότι όσα χρήματα και να εξοικονομήσει ένα κράτος από το μικρότερο προσδόκιμο ζωής ενός παχύσαρκου, θα είναι πολύ περισσότερα αυτά που θα καταβάλει κατά τη διάρκεια της ζωής του για να αντιμετωπίσει τα προαναφερθέντα συνοδά της παχυσαρκίας νοσήματα».  

πηγή